- ἀποστερητικός
- ἀπο-στερητικός, beraubend, betrügend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αποστερητικός — ἀποστερητικός, ή, όν (Α) αυτός που αποστερεί κάτι από κάποιον … Dictionary of Greek
ἀποστερητικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητικόν — ἀποστερητικός of masc acc sg ἀποστερητικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητικήν — ἀποστερητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποστερητρίδα — ἀποστερητικός of fem acc sg ἀποστερητρίς for cheating fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)